- αποτακτος
- ἀπότακτοςἀπό-τακτος2особо выделенный, особый
(σιτία Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σιτία Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποτακτός — ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότακτος — set apart for a special use masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απότακτος — (AM ἀπότακτος, ον) [αποτάσσω] νεοελλ. (για αξιωματικό ή μόνιμο υπαξιωματικό) αυτός που έχει τιμωρηθεί με απόταξη αρχ. μσν. ορισμένος, καθορισμένος II αρχ. 1. τοποθετημένος παράμερα, φυλαγμένος για ορισμένη χρήση 2. απομονωμένος για τιμωρία … Dictionary of Greek
απότακτος — ο αξιωματικός που τέθηκε σ απόταξη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτακτόν — ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc sg ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτακτά — ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότακτον — set apart for a special use neut nom/voc/acc sg ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc sg ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀποτάκτους — ἀποτάκτους , ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτάκτοις — ἀπότακτον set apart for a special use neut dat pl ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)